- ευγλήνη
- ηγένος μαστιγοφόρων τών γλυκών νερών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. euglena < eu- (πρβλ. ευ-) + -glena (πρβλ. γλήνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευγλενοφύκη — τα ονομασία τών μελών τής ομάδας τών ευγλενοφύτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. euglenophyceae < Euglena (πρβλ. Ευγλήνη) + phycea (πρβλ. φύκη)] … Dictionary of Greek